ξεχαρβαλωμένος

ξεχαρβαλωμένος
η , ο
1) поломанный, выведенный из строя; 2) прям. , перен. расстроенный, разложенный; расшатанный, издёрганный (тж. ο нервах); разложившийся, разваленный (об армии и т. п.);

σπίτι ξεχαρβαλωμένοςο — а) ветхий дом; — развалюха (разг ); — б) разрушенная, развалившаяся семья;

3) перен. разболтанный, развинченный, расхлябанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεχαρβαλωμένος" в других словарях:

  • ξεχαρβαλώνω — ξεχαρβάλωσα, ξεχαρβαλώθηκα, ξεχαρβαλωμένος 1. μτβ., εξαρθρώνω, παραλύω, διαλύω: Ξεχαρβάλωσες την πόρτα με τα χτυπήματα σου. 2. το παθ., εξαρθρώνομαι παθαίνω παράλυση: Ξεχαρβαλώθηκε το κάθισμα. 3. η μτχ., ξεχαρβαλωμένος, η, ο ο εξαρθρωμένος και,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχαρβάλωτος — η, ο [ξεχαρβαλώνω] ξεχαρβαλωμένος, διαλυμένος, χαλαρός, αποδιοργανωμένος …   Dictionary of Greek

  • ξεχαρβαλώνομαι — ξεχαρβαλώνομαι, ξεχαρβαλώθηκα, ξεχαρβαλωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεχαρβάλωτος — η, ο ξεχαρβαλωμένος, εξαρθρωμένος: Το αυτοκίνητο είναι ξεχαρβάλωτο και δεν κάνει για ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»